μελίφρονα

μελίφρονα
μελίφρων
sweet to the mind
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελίφρον' — μελίφρονα , μελίφρων sweet to the mind masc/fem acc sg μελίφρονι , μελίφρων sweet to the mind masc/fem dat sg μελίφρονε , μελίφρων sweet to the mind masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν …   Dictionary of Greek

  • οινίζω — (I) οἰνίζω (Α [οίνος] 1. μοιάζω με κρασί, έχω γεύση, οσμή ή χρώμα κρασιού 2. μέσ. οἰνίζομαι α) παίρνω κρασί με ανταλλαγή, ανταλλάσσω κάτι με κρασί («οἰνίζοντο... Ἀχαιοὶ ἄλλοι μὲν χαλκῷ ἄλλοι δ αἴθωνι σιδήρῳ», Ομ. Ιλ.) β) αγοράζω κρασί («οἶνον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”